- ῥᾶνα
- ῥαίνωsprinkleaor ind act 1st sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ράνα — Αριστοκρατική οικογένεια, η οποία κυβέρνησε το Νεπάλ από το 1846 έως το 1852. Πρόγονοι των Ρ. ήταν οι Κουνβάροι, από τους ιδρυτές του κράτους του Νεπάλ, που στα μέσα του 18ου αι. ήταν υπουργοί (κάζι). Στην περίοδο της ανακτορικής κρίσης του 1846 … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
βάτραχος — (rana). Αμφίβιο που ανήκει στο γένος ράνη της οικογένειας των ρανίδων. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη είναι ο β. ο κοινόςπράσινοςεδώδιμος. Ο λαός τον αποκαλεί και βατράχι, βαθράκι, βαθρακό, μπάκακα και βάθρακα. Το στόμα του είναι πολύ ευρύ και… … Dictionary of Greek
ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… … Dictionary of Greek
ρήν — ῥῆνος, ή, Α (ποιητ. τ.) το αρνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ῥήν έχει προέλθει κατ απόσπαση από το σύνθ. πολύρρην* (< *πολύFρην), βλ. λ. ἀρήν, ἀρνός «πρόβατο». Ο τ. μαρτυρείται ουσιαστικά στην αιτ. ῥῆνα (πρβλ. και ῥᾶνα ἄρνα, Ησύχ.) και στη δοτ. πληθ.… … Dictionary of Greek
Κατμαντού — (Κathmandu). Πόλη (729.000 κάτ. το 2003) και πρωτεύουσα του Νεπάλ και της διοικητικής περιφέρειας Μπαγκμάτι (9.428 τ. χλμ.,2.858.500 κάτ. το 2003). Βρίσκεται κοντά στον ποταμό Μπαγκμάτι, στην εσωτερική λεκάνη των Ιμαλαΐων και σε υψόμετρο 1.360 μ … Dictionary of Greek